Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
λοπός
λούω
λοφιή
λόφος
λοχάω
λόχη
λόχονδε
λόχος
λοχόωσι
λύγος
λυγρός
λυγρῶς
λύθρον
λυκάβας
λυκέη
λυκηγενής
λύκος
λῦμα
λύμην
λυπρός
λυσιμελής
View word page
λυγρός
-ή, -όν
[cf. λευγαλέος, L. lugeo.]
ShortDef
sore, baneful, mournful
Debugging
Headword:
λυγρός
Headword (normalized):
λυγρός
Headword (normalized/stripped):
λυγρος
IDX:
6103
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6104
Key:
Data
{'content': '<p>-ή, -όν</p> <p>[cf. λευγαλέος, L. lugeo.]</p>'}