Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

λοισθήϊος
λοῖσθος
λοπός
λούω
λοφιή
λόφος
λοχάω
λόχη
λόχονδε
λόχος
λοχόωσι
λύγος
λυγρός
λυγρῶς
λύθρον
λυκάβας
λυκέη
λυκηγενής
λύκος
λῦμα
λύμην
View word page
λοχόωσι

3 pl. pres. λοχάω.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
λοχόωσι
Headword (normalized):
λοχόωσι
Headword (normalized/stripped):
λοχοωσι
IDX:
6101
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6102
Key:

Data

{'content': '<p>3 pl. pres. λοχάω.</p>'}