Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

λοιμός
λοισθήϊος
λοῖσθος
λοπός
λούω
λοφιή
λόφος
λοχάω
λόχη
λόχονδε
λόχος
λοχόωσι
λύγος
λυγρός
λυγρῶς
λύθρον
λυκάβας
λυκέη
λυκηγενής
λύκος
λῦμα
View word page
λόχος

-ου, ὁ

[λεχ-, λέγω1.]

ShortDef

an ambush

Debugging

Headword:
λόχος
Headword (normalized):
λόχος
Headword (normalized/stripped):
λοχος
IDX:
6100
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6101
Key:

Data

{'content': '<p>-ου, ὁ</p> <p>[λεχ-, λέγω1.]</p>'}