Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ἄγεν
ἀγέραστος
ἀγέρθη
ἀγέροντο
ἀγέρωχος
ἄγετε
ἄγη
ἄγη
ἀγηγέρατο
ἀγηνορίη
ἀγήνωρ
ἀγήραος
ἀγητός
ἀγινέω
ἀγκάζομαι
ἀγκαλίς
ἀγκάς
ἄγκιστρον
ἀγκλίνας
ἀγκοίνη
ἄγκος
View word page
ἀγήνωρ
ορος
[ἀγα- + ἀνήρ.]
ShortDef
Agenor
manly, courageous, heroic
Debugging
Headword:
ἀγήνωρ
Headword (normalized):
ἀγήνωρ
Headword (normalized/stripped):
αγηνωρ
IDX:
60
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.61
Key:
Data
{'content': '<p>ορος</p> <p>[ἀγα- + ἀνήρ.]</p>'}