Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
λουτρόν
λοετροχόος
λοιβή
λοίγιος
λοιγός
λοιμός
λοισθήϊος
λοῖσθος
λοπός
λούω
λοφιή
λόφος
λοχάω
λόχη
λόχονδε
λόχος
λοχόωσι
λύγος
λυγρός
λυγρῶς
λύθρον
View word page
λοφιή
-ῆς, ἡ
[λόφος.]
ShortDef
bristly ridge
Debugging
Headword:
λοφιή
Headword (normalized):
λοφιή
Headword (normalized/stripped):
λοφιη
IDX:
6095
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6096
Key:
Data
{'content': '<p>-ῆς, ἡ</p> <p>[λόφος.]</p>'}