Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
λιτοίμην
λοβός
λόγος
λόεον
λοέσσατο
λουτρόν
λοετροχόος
λοιβή
λοίγιος
λοιγός
λοιμός
λοισθήϊος
λοῖσθος
λοπός
λούω
λοφιή
λόφος
λοχάω
λόχη
λόχονδε
λόχος
View word page
λοιμός
ὁ.
ShortDef
a plague, pestilence
Debugging
Headword:
λοιμός
Headword (normalized):
λοιμός
Headword (normalized/stripped):
λοιμος
IDX:
6090
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6091
Key:
Data
{'content': '<p>ὁ.</p>'}