Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

λιτή
λιτί
λιτοίμην
λοβός
λόγος
λόεον
λοέσσατο
λουτρόν
λοετροχόος
λοιβή
λοίγιος
λοιγός
λοιμός
λοισθήϊος
λοῖσθος
λοπός
λούω
λοφιή
λόφος
λοχάω
λόχη
View word page
λοίγιος

[λοιγός.]

Baneful : λοίγια ἔργα, sad work, a bad businessIl. 1.518, 573.

Absol. in neut. pl. λοίγια in same sense : οἴω λοίγιʼ ἔσεσθαι Il. 21.533, Il. 23.310.

ShortDef

pestilent, deadly, fatal

Debugging

Headword:
λοίγιος
Headword (normalized):
λοίγιος
Headword (normalized/stripped):
λοιγιος
IDX:
6088
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6089
Key:

Data

{'content': '<p>[λοιγός.]</p> <p>Baneful : λοίγια ἔργα, sad work, a bad businessIl. 1.518, 573.</p> <p>Absol. in neut. pl. λοίγια in same sense : οἴω λοίγιʼ ἔσεσθαι Il. 21.533, Il. 23.310.</p>'}