Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
λίστρον
λῖτα
λιτανεύω
λιτέσθαι
λιτή
λιτί
λιτοίμην
λοβός
λόγος
λόεον
λοέσσατο
λουτρόν
λοετροχόος
λοιβή
λοίγιος
λοιγός
λοιμός
λοισθήϊος
λοῖσθος
λοπός
λούω
View word page
λοέσσατο
3 sing. aor. mid. See λούω.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
λοέσσατο
Headword (normalized):
λοέσσατο
Headword (normalized/stripped):
λοεσσατο
IDX:
6084
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6085
Key:
Data
{'content': '<p>3 sing. aor. mid. See λούω.</p>'}