Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

λιστρεύω
λίστρον
λῖτα
λιτανεύω
λιτέσθαι
λιτή
λιτί
λιτοίμην
λοβός
λόγος
λόεον
λοέσσατο
λουτρόν
λοετροχόος
λοιβή
λοίγιος
λοιγός
λοιμός
λοισθήϊος
λοῖσθος
λοπός
View word page
λόεον

impf. See λούω.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
λόεον
Headword (normalized):
λόεον
Headword (normalized/stripped):
λοεον
IDX:
6083
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6084
Key:

Data

{'content': '<p>impf. See λούω.</p>'}