Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
λισσός
λιστρεύω
λίστρον
λῖτα
λιτανεύω
λιτέσθαι
λιτή
λιτί
λιτοίμην
λοβός
λόγος
λόεον
λοέσσατο
λουτρόν
λοετροχόος
λοιβή
λοίγιος
λοιγός
λοιμός
λοισθήϊος
λοῖσθος
View word page
λόγος
ὁ
[λέγω2.]
In pl., talk, discourse : τὸν ἔτερπε λόγοις Il. 15.393. Cf. Od. 1.56.
ShortDef
the word
Debugging
Headword:
λόγος
Headword (normalized):
λόγος
Headword (normalized/stripped):
λογος
IDX:
6082
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6083
Key:
Data
{'content': '<p>ὁ</p> <p>[λέγω2.]</p> <p>In pl., talk, discourse : τὸν ἔτερπε λόγοις Il. 15.393. Cf. Od. 1.56.</p>'}