Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
λίς1
λίς2
λίς
λίσσομαι
λισσός
λιστρεύω
λίστρον
λῖτα
λιτανεύω
λιτέσθαι
λιτή
λιτί
λιτοίμην
λοβός
λόγος
λόεον
λοέσσατο
λουτρόν
λοετροχόος
λοιβή
λοίγιος
View word page
λιτή
-ῆς, ἡ
[λιτ-, λίσσομαι.]
ShortDef
a prayer, entreaty
Debugging
Headword:
λιτή
Headword (normalized):
λιτή
Headword (normalized/stripped):
λιτη
IDX:
6078
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6079
Key:
Data
{'content': '<p>-ῆς, ἡ</p> <p>[λιτ-, λίσσομαι.]</p>'}