Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
λιπαρῶς
λίπον
λίς1
λίς2
λίς
λίσσομαι
λισσός
λιστρεύω
λίστρον
λῖτα
λιτανεύω
λιτέσθαι
λιτή
λιτί
λιτοίμην
λοβός
λόγος
λόεον
λοέσσατο
λουτρόν
λοετροχόος
View word page
λιτανεύω
[λιτ-, λίσσομαι.]
Aor. ἐλλιτάνευσα Od. 10.481.
1 pl. subj. λιτανεύσομεν Il. 24.357.
ShortDef
to pray, entreat
Debugging
Headword:
λιτανεύω
Headword (normalized):
λιτανεύω
Headword (normalized/stripped):
λιτανευω
IDX:
6076
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6077
Key:
Data
{'content': '<p>[λιτ-, λίσσομαι.]</p> <p>Aor. ἐλλιτάνευσα Od. 10.481.</p> <p>1 pl. subj. λιτανεύσομεν Il. 24.357.</p>'}