Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

λιπαροκρήδεμνος
λιπαροπλόκαμος
λιπαρός
λιπαρῶς
λίπον
λίς1
λίς2
λίς
λίσσομαι
λισσός
λιστρεύω
λίστρον
λῖτα
λιτανεύω
λιτέσθαι
λιτή
λιτί
λιτοίμην
λοβός
λόγος
λόεον
View word page
λιστρεύω

[λίστρον.]

ShortDef

to dig round

Debugging

Headword:
λιστρεύω
Headword (normalized):
λιστρεύω
Headword (normalized/stripped):
λιστρευω
IDX:
6073
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6074
Key:

Data

{'content': '<p>[λίστρον.]</p>'}