Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

λίπα
λιπαροκρήδεμνος
λιπαροπλόκαμος
λιπαρός
λιπαρῶς
λίπον
λίς1
λίς2
λίς
λίσσομαι
λισσός
λιστρεύω
λίστρον
λῖτα
λιτανεύω
λιτέσθαι
λιτή
λιτί
λιτοίμην
λοβός
λόγος
View word page
λισσός

-ή, -όν.

ShortDef

smooth

Debugging

Headword:
λισσός
Headword (normalized):
λισσός
Headword (normalized/stripped):
λισσος
IDX:
6072
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6073
Key:

Data

{'content': '<p>-ή, -όν.</p>'}