Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

λίνον
λίνος
λίπα
λιπαροκρήδεμνος
λιπαροπλόκαμος
λιπαρός
λιπαρῶς
λίπον
λίς1
λίς2
λίς
λίσσομαι
λισσός
λιστρεύω
λίστρον
λῖτα
λιτανεύω
λιτέσθαι
λιτή
λιτί
λιτοίμην
View word page
λίς

= λισσός · πέτρη Od. 12.64, 79.

ShortDef

(Ep.) a lion
(Ep.) smooth

Debugging

Headword:
λίς
Headword (normalized):
λίς
Headword (normalized/stripped):
λις
IDX:
6070
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6071
Key:

Data

{'content': '<p>= λισσός · πέτρη Od. 12.64, 79.</p>'}