Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

λιμός
λῖν
λινοθώρηξ
λίνον
λίνος
λίπα
λιπαροκρήδεμνος
λιπαροπλόκαμος
λιπαρός
λιπαρῶς
λίπον
λίς1
λίς2
λίς
λίσσομαι
λισσός
λιστρεύω
λίστρον
λῖτα
λιτανεύω
λιτέσθαι
View word page
λίπον

aor. λείπω.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
λίπον
Headword (normalized):
λίπον
Headword (normalized/stripped):
λιπον
IDX:
6067
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6068
Key:

Data

{'content': '<p>aor. λείπω.</p>'}