Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
λιμήν
λίμνη
λιμός
λῖν
λινοθώρηξ
λίνον
λίνος
λίπα
λιπαροκρήδεμνος
λιπαροπλόκαμος
λιπαρός
λιπαρῶς
λίπον
λίς1
λίς2
λίς
λίσσομαι
λισσός
λιστρεύω
λίστρον
λῖτα
View word page
λιπαρός
-ή, -όν.
ShortDef
oily, shiny with oil
Debugging
Headword:
λιπαρός
Headword (normalized):
λιπαρός
Headword (normalized/stripped):
λιπαρος
IDX:
6065
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6066
Key:
Data
{'content': '<p>-ή, -όν.</p>'}