Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
λιλαίομαι
λιμήν
λίμνη
λιμός
λῖν
λινοθώρηξ
λίνον
λίνος
λίπα
λιπαροκρήδεμνος
λιπαροπλόκαμος
λιπαρός
λιπαρῶς
λίπον
λίς1
λίς2
λίς
λίσσομαι
λισσός
λιστρεύω
λίστρον
View word page
λιπαροπλόκαμος
-ον
[λιπαρός.]
ShortDef
with glossy locks
Debugging
Headword:
λιπαροπλόκαμος
Headword (normalized):
λιπαροπλόκαμος
Headword (normalized/stripped):
λιπαροπλοκαμος
IDX:
6064
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6065
Key:
Data
{'content': '<p>-ον</p> <p>[λιπαρός.]</p>'}