Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

λικριφίς
λιλαίομαι
λιμήν
λίμνη
λιμός
λῖν
λινοθώρηξ
λίνον
λίνος
λίπα
λιπαροκρήδεμνος
λιπαροπλόκαμος
λιπαρός
λιπαρῶς
λίπον
λίς1
λίς2
λίς
λίσσομαι
λισσός
λιστρεύω
View word page
λιπαροκρήδεμνος

-ον

[λιπαρός.]

ShortDef

with bright head-band

Debugging

Headword:
λιπαροκρήδεμνος
Headword (normalized):
λιπαροκρήδεμνος
Headword (normalized/stripped):
λιπαροκρηδεμνος
IDX:
6063
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6064
Key:

Data

{'content': '<p>-ον</p> <p>[λιπαρός.]</p>'}