Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

λικμητήρ
λικριφίς
λιλαίομαι
λιμήν
λίμνη
λιμός
λῖν
λινοθώρηξ
λίνον
λίνος
λίπα
λιπαροκρήδεμνος
λιπαροπλόκαμος
λιπαρός
λιπαρῶς
λίπον
λίς1
λίς2
λίς
λίσσομαι
λισσός
View word page
λίπα

[prob. related to λιπαρός as λίγα to λιγυρός.]

ShortDef

unctuously, richly

Debugging

Headword:
λίπα
Headword (normalized):
λίπα
Headword (normalized/stripped):
λιπα
IDX:
6062
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6063
Key:

Data

{'content': '<p>[prob. related to λιπαρός as λίγα to λιγυρός.]</p>'}