Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

λικμάω
λικμητήρ
λικριφίς
λιλαίομαι
λιμήν
λίμνη
λιμός
λῖν
λινοθώρηξ
λίνον
λίνος
λίπα
λιπαροκρήδεμνος
λιπαροπλόκαμος
λιπαρός
λιπαρῶς
λίπον
λίς1
λίς2
λίς
λίσσομαι
View word page
λίνος

-ου, ὁ.

ShortDef

Linos
usu. λίνον; anything made of flax; (pl.) the Bands, a constellation

Debugging

Headword:
λίνος
Headword (normalized):
λίνος
Headword (normalized/stripped):
λινος
IDX:
6061
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6062
Key:

Data

{'content': '<p>-ου, ὁ.</p>'}