Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

λίαν
λίθαξ
λιθάς
λίθεος
λίθος
λικμάω
λικμητήρ
λικριφίς
λιλαίομαι
λιμήν
λίμνη
λιμός
λῖν
λινοθώρηξ
λίνον
λίνος
λίπα
λιπαροκρήδεμνος
λιπαροπλόκαμος
λιπαρός
λιπαρῶς
View word page
λίμνη

-ης, ἡ.

A piece or sheet of water.

ShortDef

a pool of standing water; a lake

Debugging

Headword:
λίμνη
Headword (normalized):
λίμνη
Headword (normalized/stripped):
λιμνη
IDX:
6056
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6057
Key:

Data

{'content': '<p>-ης, ἡ.</p> <p>A piece or sheet of water.</p>'}