Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
λίγδην
λιγέως
λιγυρός
λιγύς
λιγύφθογγος
λιγύφωνος
λίαν
λίθαξ
λιθάς
λίθεος
λίθος
λικμάω
λικμητήρ
λικριφίς
λιλαίομαι
λιμήν
λίμνη
λιμός
λῖν
λινοθώρηξ
λίνον
View word page
λίθος
-ον, ὁ.
Fem. Il. 12.287 : Od. 19.494.
ShortDef
a stone
Debugging
Headword:
λίθος
Headword (normalized):
λίθος
Headword (normalized/stripped):
λιθος
IDX:
6050
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6051
Key:
Data
{'content': '<p>-ον, ὁ.</p> <p>Fem. Il. 12.287 : Od. 19.494.</p>'}