Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ληίς
ληϊστήρ
ληϊστός
ληΐστωρ
ληῗτις
λήκυθος
λήξω
λήσει
λιάζομαι
λιαρός
λιάσθη
λίγα
λιγαίνω
λίγγω
λίγδην
λιγέως
λιγυρός
λιγύς
λιγύφθογγος
λιγύφωνος
λίαν
View word page
λιάσθη
3 sing. aor. λιάζομαι.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
λιάσθη
Headword (normalized):
λιάσθη
Headword (normalized/stripped):
λιασθη
IDX:
6036
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6037
Key:
Data
{'content': '<p>3 sing. aor. λιάζομαι.</p>'}