Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ληϊβότειρα
ληΐζομαι
λήϊον
ληίς
ληϊστήρ
ληϊστός
ληΐστωρ
ληῗτις
λήκυθος
λήξω
λήσει
λιάζομαι
λιαρός
λιάσθη
λίγα
λιγαίνω
λίγγω
λίγδην
λιγέως
λιγυρός
λιγύς
View word page
λήσει
3 sing. fut. λήθω. See λανθάνω.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
λήσει
Headword (normalized):
λήσει
Headword (normalized/stripped):
λησει
IDX:
6033
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6034
Key:
Data
{'content': '<p>3 sing. fut. λήθω. See λανθάνω.</p>'}