Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ληθάνω
λήθη
λήθω
ληϊάς
ληϊβότειρα
ληΐζομαι
λήϊον
ληίς
ληϊστήρ
ληϊστός
ληΐστωρ
ληῗτις
λήκυθος
λήξω
λήσει
λιάζομαι
λιαρός
λιάσθη
λίγα
λιγαίνω
λίγγω
View word page
ληΐστωρ
-ορος, ὁ
[as ληϊστήρ.]
= ληϊστήρ · τάφιοι ληΐστοπες ἄνδρες Od. 15.427.
ShortDef
plundering
Debugging
Headword:
ληΐστωρ
Headword (normalized):
ληΐστωρ
Headword (normalized/stripped):
ληιστωρ
IDX:
6029
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6030
Key:
Data
{'content': '<p>-ορος, ὁ</p> <p>[as ληϊστήρ.]</p> <p>= ληϊστήρ · τάφιοι ληΐστοπες ἄνδρες Od. 15.427.</p>'}