Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
λέχος
λέχοσδε
λέων
λήγω
ληθάνω
λήθη
λήθω
ληϊάς
ληϊβότειρα
ληΐζομαι
λήϊον
ληίς
ληϊστήρ
ληϊστός
ληΐστωρ
ληῗτις
λήκυθος
λήξω
λήσει
λιάζομαι
λιαρός
View word page
λήϊον
-ου, τό.
ShortDef
standing crop
summer dress
Debugging
Headword:
λήϊον
Headword (normalized):
λήϊον
Headword (normalized/stripped):
ληιον
IDX:
6025
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6026
Key:
Data
{'content': '<p>-ου, τό.</p>'}