Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

λεύσσω
λεχεποίη
λεχεποίης
λέχος
λέχοσδε
λέων
λήγω
ληθάνω
λήθη
λήθω
ληϊάς
ληϊβότειρα
ληΐζομαι
λήϊον
ληίς
ληϊστήρ
ληϊστός
ληΐστωρ
ληῗτις
λήκυθος
λήξω
View word page
ληϊάς

-άδος

[ληΐς.]

ShortDef

taken prisoner, captive

Debugging

Headword:
ληϊάς
Headword (normalized):
ληϊάς
Headword (normalized/stripped):
ληιας
IDX:
6022
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6023
Key:

Data

{'content': '<p>-άδος</p> <p>[ληΐς.]</p>'}