Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

λέσχη
λευγαλέος
λευγαλέως
λευκαίνω
λεύκασπις
λευκός
λευκώλενος
λευρός
λεύσσω
λεχεποίη
λεχεποίης
λέχος
λέχοσδε
λέων
λήγω
ληθάνω
λήθη
λήθω
ληϊάς
ληϊβότειρα
ληΐζομαι
View word page
λεχεποίης

[= λεχεποίη.]

With grassy banks.

Epithet of a river : Ἀσωπόν Il. 4.383.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
λεχεποίης
Headword (normalized):
λεχεποίης
Headword (normalized/stripped):
λεχεποιης
IDX:
6014
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6015
Key:

Data

{'content': '<p>[= λεχεποίη.]</p> <p>With grassy banks.</p> <p>Epithet of a river : Ἀσωπόν Il. 4.383.</p>'}