Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
λέξεο
λέξομαι
λέξομαι
λέξον
λέξοντες
λέπαδνον
λεπταλέος
λεπτός
λέπω
λέσχη
λευγαλέος
λευγαλέως
λευκαίνω
λεύκασπις
λευκός
λευκώλενος
λευρός
λεύσσω
λεχεποίη
λεχεποίης
λέχος
View word page
λευγαλέος
-η, -ον
[cf. λυγρός.]
ShortDef
in sad or sorry plight, wretched
Debugging
Headword:
λευγαλέος
Headword (normalized):
λευγαλέος
Headword (normalized/stripped):
λευγαλεος
IDX:
6005
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6006
Key:
Data
{'content': '<p>-η, -ον</p> <p>[cf. λυγρός.]</p>'}