Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

λέλυται
λελῦτο
λέξασθαι-1
λέξασθαι
λέξεο
λέξομαι
λέξομαι
λέξον
λέξοντες
λέπαδνον
λεπταλέος
λεπτός
λέπω
λέσχη
λευγαλέος
λευγαλέως
λευκαίνω
λεύκασπις
λευκός
λευκώλενος
λευρός
View word page
λεπταλέος

[λεπτός.]

ShortDef

fine, delicate

Debugging

Headword:
λεπταλέος
Headword (normalized):
λεπταλέος
Headword (normalized/stripped):
λεπταλεος
IDX:
6001
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6002
Key:

Data

{'content': '<p>-η</p> <p>[λεπτός.]</p>'}