Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

λελουμένος
λέλυται
λελῦτο
λέξασθαι-1
λέξασθαι
λέξεο
λέξομαι
λέξομαι
λέξον
λέξοντες
λέπαδνον
λεπταλέος
λεπτός
λέπω
λέσχη
λευγαλέος
λευγαλέως
λευκαίνω
λεύκασπις
λευκός
λευκώλενος
View word page
λέπαδνον

τό.

ShortDef

a broad leather strap

Debugging

Headword:
λέπαδνον
Headword (normalized):
λέπαδνον
Headword (normalized/stripped):
λεπαδνον
IDX:
6000
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6001
Key:

Data

{'content': '<p>τό.</p>'}