Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

λέλοιπε
λελουμένος
λέλυται
λελῦτο
λέξασθαι-1
λέξασθαι
λέξεο
λέξομαι
λέξομαι
λέξον
λέξοντες
λέπαδνον
λεπταλέος
λεπτός
λέπω
λέσχη
λευγαλέος
λευγαλέως
λευκαίνω
λεύκασπις
λευκός
View word page
λέξοντες

nom. pl. masc. fut. pple. λέγω-2.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
λέξοντες
Headword (normalized):
λέξοντες
Headword (normalized/stripped):
λεξοντες
IDX:
5999
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6000
Key:

Data

{'content': '<p>nom. pl. masc. fut. pple. λέγω-2.</p>'}