Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ἀγεληδόν
ἄγεν
ἀγέραστος
ἀγέρθη
ἀγέροντο
ἀγέρωχος
ἄγετε
ἄγη
ἄγη
ἀγηγέρατο
ἀγηνορίη
ἀγήνωρ
ἀγήραος
ἀγητός
ἀγινέω
ἀγκάζομαι
ἀγκαλίς
ἀγκάς
ἄγκιστρον
ἀγκλίνας
ἀγκοίνη
View word page
ἀγηνορίη
-ης, ἡ
[ἀγήνωρ.]
ShortDef
manliness, valor
Debugging
Headword:
ἀγηνορίη
Headword (normalized):
ἀγηνορίη
Headword (normalized/stripped):
αγηνοριη
IDX:
59
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.60
Key:
Data
{'content': '<p>-ης, ἡ</p> <p>[ἀγήνωρ.]</p>'}