Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἄμοτος
ἀμπείρω
ἀμπελόεις
ἄμπελος
ἀμπεπαλών
ἀμπερές
ἀμπέχω
ἀμπηδάω
ἄμπνεῦσαι
ἄμπνυε
ἀμπνύνθη
ἄμπυξ
ἄμυδις
ἀμύμων
ἀμύντωρ
ἀμύνω
ἀμύσσω
ἀμφαγαπάζω
ἀμφαγείρω
ἀμφαδά
ἀμφάδιος
View word page
ἀμπνύνθη

ἄμπνυτο

See ἐμπνύνθη.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀμπνύνθη
Headword (normalized):
ἀμπνύνθη
Headword (normalized/stripped):
αμπνυνθη
IDX:
597
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.598
Key:

Data

{'content': '<p>ἄμπνυτο</p> <p>See ἐμπνύνθη.</p>'}