Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
λειριόεις
λεϊστός
λεῖψαι
λείψω
λέκτο,-1
λέκτο,-2
λέκτρον
λέκτρονδε
λελαβέσθαι
λελάθῃ
λελάθοντο
λελακυῖα
λελασμένος
λελάχωσι
λελειμμένος
λέλειπται
λελεῖφθαι
λελείψεται
λεληκώς
λελίημαι
λελόγχᾶσι
View word page
λελάθοντο
3 pl. redup. aor. mid. λανθάνω.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
λελάθοντο
Headword (normalized):
λελάθοντο
Headword (normalized/stripped):
λελαθοντο
IDX:
5978
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5979
Key:
Data
{'content': '<p>3 pl. redup. aor. mid. λανθάνω.</p>'}