Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

λειμών
λειμωνόθεν
λεῖος
λείπω
λειριόεις
λεϊστός
λεῖψαι
λείψω
λέκτο,-1
λέκτο,-2
λέκτρον
λέκτρονδε
λελαβέσθαι
λελάθῃ
λελάθοντο
λελακυῖα
λελασμένος
λελάχωσι
λελειμμένος
λέλειπται
λελεῖφθαι
View word page
λέκτρον

-ου, τό

[λεκ-, λεχ-, λέγω1.]

ShortDef

a couch, bed

Debugging

Headword:
λέκτρον
Headword (normalized):
λέκτρον
Headword (normalized/stripped):
λεκτρον
IDX:
5974
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5975
Key:

Data

{'content': '<p>-ου, τό</p> <p>[λεκ-, λεχ-, λέγω1.]</p>'}