Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἁμός
ἄμοτος
ἀμπείρω
ἀμπελόεις
ἄμπελος
ἀμπεπαλών
ἀμπερές
ἀμπέχω
ἀμπηδάω
ἄμπνεῦσαι
ἄμπνυε
ἀμπνύνθη
ἄμπυξ
ἄμυδις
ἀμύμων
ἀμύντωρ
ἀμύνω
ἀμύσσω
ἀμφαγαπάζω
ἀμφαγείρω
ἀμφαδά
View word page
ἄμπνυε

contr. aor. imp. ἀναπνέω.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἄμπνυε
Headword (normalized):
ἄμπνυε
Headword (normalized/stripped):
αμπνυε
IDX:
596
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.597
Key:

Data

{'content': '<p>contr. aor. imp. ἀναπνέω.</p>'}