Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

λέβης
λέγω2
λέγω3
λειαίνω
λείβω
λείηναν
λειμών
λειμωνόθεν
λεῖος
λείπω
λειριόεις
λεϊστός
λεῖψαι
λείψω
λέκτο,-1
λέκτο,-2
λέκτρον
λέκτρονδε
λελαβέσθαι
λελάθῃ
λελάθοντο
View word page
λειριόεις

-εντος.

Fem. -εσσα

[λείριον, lily.]

ShortDef

like a lily

Debugging

Headword:
λειριόεις
Headword (normalized):
λειριόεις
Headword (normalized/stripped):
λειριοεις
IDX:
5968
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5969
Key:

Data

{'content': '<p>-εντος.</p> <p>Fem. -εσσα</p> <p>[λείριον, lily.]</p>'}