Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

λάχον
λάψοντες
λάω
λάων
λέβης
λέγω2
λέγω3
λειαίνω
λείβω
λείηναν
λειμών
λειμωνόθεν
λεῖος
λείπω
λειριόεις
λεϊστός
λεῖψαι
λείψω
λέκτο,-1
λέκτο,-2
λέκτρον
View word page
λειμών

-ῶνος, ὁ

[λείβω.]

ShortDef

any moist, grassy place, a meadow, mead, holm

Debugging

Headword:
λειμών
Headword (normalized):
λειμών
Headword (normalized/stripped):
λειμων
IDX:
5964
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5965
Key:

Data

{'content': '<p>-ῶνος, ὁ</p> <p>[λείβω.]</p>'}