Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

λάχνος
λάχον
λάψοντες
λάω
λάων
λέβης
λέγω2
λέγω3
λειαίνω
λείβω
λείηναν
λειμών
λειμωνόθεν
λεῖος
λείπω
λειριόεις
λεϊστός
λεῖψαι
λείψω
λέκτο,-1
λέκτο,-2
View word page
λείηναν

3 pl. aor. λειαίνω.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
λείηναν
Headword (normalized):
λείηναν
Headword (normalized/stripped):
λειηναν
IDX:
5963
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5964
Key:

Data

{'content': '<p>3 pl. aor. λειαίνω.</p>'}