Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
λάσιος
λάσκω
λαυκανίη
λαύρη
λαφύσσω
λάχε
λάχεια
λάχνη
λαχνήεις
λάχνος
λάχον
λάψοντες
λάω
λάων
λέβης
λέγω2
λέγω3
λειαίνω
λείβω
λείηναν
λειμών
View word page
λάχον
aor. λαγχάνω.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
λάχον
Headword (normalized):
λάχον
Headword (normalized/stripped):
λαχον
IDX:
5954
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5955
Key:
Data
{'content': '<p>aor. λαγχάνω.</p>'}