Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

λαρός
λάσιος
λάσκω
λαυκανίη
λαύρη
λαφύσσω
λάχε
λάχεια
λάχνη
λαχνήεις
λάχνος
λάχον
λάψοντες
λάω
λάων
λέβης
λέγω2
λέγω3
λειαίνω
λείβω
λείηναν
View word page
λάχνος

-ου, ὁ

[ = λάχνη.]

Wool Od. 9.445.

ShortDef

wool
glutton

Debugging

Headword:
λάχνος
Headword (normalized):
λάχνος
Headword (normalized/stripped):
λαχνος
IDX:
5953
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5954
Key:

Data

{'content': '<p>-ου, ὁ</p> <p>[ = λάχνη.]</p> <p>Wool Od. 9.445.</p>'}