Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

λαοσσόος
λαοφόρος
λαπάρη
λάπτω
λάρναξ
λάρος
λαρός
λάσιος
λάσκω
λαυκανίη
λαύρη
λαφύσσω
λάχε
λάχεια
λάχνη
λαχνήεις
λάχνος
λάχον
λάψοντες
λάω
λάων
View word page
λαύρη

-ης, ἡ.

ShortDef

lane, side - passage

Debugging

Headword:
λαύρη
Headword (normalized):
λαύρη
Headword (normalized/stripped):
λαυρη
IDX:
5947
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5948
Key:

Data

{'content': '<p>-ης, ἡ.</p>'}