Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

λάξ
λαός
λᾶος
λαοσσόος
λαοφόρος
λαπάρη
λάπτω
λάρναξ
λάρος
λαρός
λάσιος
λάσκω
λαυκανίη
λαύρη
λαφύσσω
λάχε
λάχεια
λάχνη
λαχνήεις
λάχνος
λάχον
View word page
λάσιος

-η, -ον.

ShortDef

hairy, rough, shaggy; bushy, overgrown

Debugging

Headword:
λάσιος
Headword (normalized):
λάσιος
Headword (normalized/stripped):
λασιος
IDX:
5944
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5945
Key:

Data

{'content': '<p>-η, -ον.</p>'}