Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
λάμπω
λανθάνω
λάξ
λαός
λᾶος
λαοσσόος
λαοφόρος
λαπάρη
λάπτω
λάρναξ
λάρος
λαρός
λάσιος
λάσκω
λαυκανίη
λαύρη
λαφύσσω
λάχε
λάχεια
λάχνη
λαχνήεις
View word page
λάρος
-ου.
ShortDef
a sea bird (gull? cormorant?)
Debugging
Headword:
λάρος
Headword (normalized):
λάρος
Headword (normalized/stripped):
λαρος
IDX:
5942
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5943
Key:
Data
{'content': '<p>-ου.</p>'}