Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

λαμπετάω
λαμπρός
λαμπτήρ
λάμπω
λανθάνω
λάξ
λαός
λᾶος
λαοσσόος
λαοφόρος
λαπάρη
λάπτω
λάρναξ
λάρος
λαρός
λάσιος
λάσκω
λαυκανίη
λαύρη
λαφύσσω
λάχε
View word page
λαπάρη

-ης, ἡ.

ShortDef

flank, loins

Debugging

Headword:
λαπάρη
Headword (normalized):
λαπάρη
Headword (normalized/stripped):
λαπαρη
IDX:
5939
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5940
Key:

Data

{'content': '<p>-ης, ἡ.</p>'}