Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

λάκε
λακτίζω
λαμβάνω
λαμπετάω
λαμπρός
λαμπτήρ
λάμπω
λανθάνω
λάξ
λαός
λᾶος
λαοσσόος
λαοφόρος
λαπάρη
λάπτω
λάρναξ
λάρος
λαρός
λάσιος
λάσκω
λαυκανίη
View word page
λᾶος

genit. λᾶας.

ShortDef

stone

Debugging

Headword:
λᾶος
Headword (normalized):
λᾶος
Headword (normalized/stripped):
λαος
IDX:
5936
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5937
Key:

Data

{'content': '<p>genit. λᾶας.</p>'}