Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
λαΐνεος
λάϊνος
λαισήϊον
λαῖτμα
λαῖφος
λαιψηρός
λάκε
λακτίζω
λαμβάνω
λαμπετάω
λαμπρός
λαμπτήρ
λάμπω
λανθάνω
λάξ
λαός
λᾶος
λαοσσόος
λαοφόρος
λαπάρη
λάπτω
View word page
λαμπρός
-ή, -όν
[λάμπω.]
ShortDef
bright, brilliant, radiant
Debugging
Headword:
λαμπρός
Headword (normalized):
λαμπρός
Headword (normalized/stripped):
λαμπρος
IDX:
5930
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5931
Key:
Data
{'content': '<p>-ή, -όν</p> <p>[λάμπω.]</p>'}