Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
λαιμός
λαΐνεος
λάϊνος
λαισήϊον
λαῖτμα
λαῖφος
λαιψηρός
λάκε
λακτίζω
λαμβάνω
λαμπετάω
λαμπρός
λαμπτήρ
λάμπω
λανθάνω
λάξ
λαός
λᾶος
λαοσσόος
λαοφόρος
λαπάρη
View word page
λαμπετάω
[frequentative fr. λάμπω.]
Dat. sing. neut. pres. pple. λαμπετόωντι.
ShortDef
to shine
Debugging
Headword:
λαμπετάω
Headword (normalized):
λαμπετάω
Headword (normalized/stripped):
λαμπεταω
IDX:
5929
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5930
Key:
Data
{'content': '<p>[frequentative fr. λάμπω.]</p> <p>Dat. sing. neut. pres. pple. λαμπετόωντι.</p>'}